Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Σε τι χρησιμεύει η ποίηση;

Ορμονική αναστάτωση, εθισμός, το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. Ο μεγάλος ιρλανδός ποιητής Μάικλ Λόνγκλεϊ περιγράφει την τέχνη του

Συνέντευξη του Μάικλ Λόνγκλεϊ στην ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΑΦΕΡΜΟΥ

Ο Μάικλ Λόνγκλεϊ μαζί με τον νομπελίστα Σέιμους Χίνι και τον «αιρετικό» Ντέρεκ Μάχον απετέλεσαν τη «βόρεια σχολή» της σύγχρονης ιρλανδικής ποίησης. Οι Ελληνες που έχουν μια τάση να γνωρίζουν περισσότερους νομπελίστες απ' ό,τι περίφημους ποιητές, αγνοούν τον Λόνγκλεϊ, που από βραβεία κύρους ίσως μόνο ένα Νομπέλ να του λείπει. Οπως και ο Χίνι, γεννήθηκε το 1939 στη Βόρεια Ιρλανδία. Ο Λόνγκλεϊ βυθίζεται στον Ομηρο, του οποίου τους μύθους μεταμορφώνει για να εκφράσει τον δικό του κόσμο . «Ο Ομηρος θα καταλάβαινε» τονίζει. Αυτός τού έδωσε ποιητική άδεια.

Την περασμένη Κυριακή είχε μόλις επιστρέψει από τις Λεύκες της Πάρου, όπου φιλοξενήθηκε από το Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ) και εξυμνούσε τις ομορφιές της. Οι εντυπώσεις του μετουσιώθηκαν σε ποίηση; «Σπανίως γράφω αντιδρώντας άμεσα σε ό,τι έχω βιώσει. Τα πράγματα πρέπει πρώτα να αφομοιωθούν, να φθάσουν σε ένα είδος φανταστικού βάθους. Αλλά ομολογώ ότι αν μέσα σε δύο χρόνια δεν έχω γράψει τίποτε για τις Λεύκες, θα απογοητευθώ. Εχω ήδη βρει το επίθετο που τις χαρακτηρίζει: Κυβισμός».

- Ποια παρόρμηση σας οδήγησε στην ποίηση;

«Νομίζω ότι ήταν ένα μείγμα αισθητικής αφύπνισης και ορμονικής αναστάτωσης κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου, ανακάλυπτα τον έρωτα και επιθυμούσα να μοιράζομαι τις εμπειρίες μου. Και ύστερα ο μεγάλος Γέιτς έχει αυτή τη φράση, "η σαγήνη των πραγμάτων που είναι δύσκολα". Ενα ποίημα θέτει προβλήματα που καλείσαι να λύσεις. Στα 16 ή στα 17 μου έκανα πολλές απόπειρες για να βρω τον σωστό ρυθμό προσπαθώντας να φθάσω κάπου χωρίς να ξέρω εκ των προτέρων πού θα είναι αυτό. Δεν γνωρίζεις τι θέλεις να πεις και τότε υπεισέρχεσαι στη μεγάλη ενόραση. Εκμεταλλεύεσαι τη μορφή του ποιήματος καθώς αναπτύσσεται. Είναι μια άγνωστη χώρα που πρέπει να ανακαλύψεις και αυτό είναι που προκαλεί τον εθισμό. Η έκπληξη είναι ακόμη πιο εθιστική όταν έχεις γράψει κάτι το οποίο δεν ήξερες ότι βρισκόταν μέσα σου. Είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο, καλύτερο από το ποτό, καλύτερο από το σεξ. Αρχίζεις στις 6 το απόγευμα και τελειώνεις στις 6 το πρωί, όταν βλέπεις τις λέξεις να κάνουν μαγικά πράγματα. Αλλά δεν συμβαίνει συχνά, πρέπει να περιμένεις, δεν μπορείς να το εκβιάσεις. Πρόκειται για ενισχυμένη μορφή συγκέντρωσης».

- Χρησιμοποιείτε την «Οδύσσεια» ως συναισθηματική δίοδο;

«Οταν πλησίαζα τα πενήντα, ανακάλυψα ξανά τον Ομηρο. Μου επέτρεψε να θρηνήσω τη μητέρα και τον πατέρα μου. Το εδάφιο όπου ο Οδυσσέας ξαναβρίσκει τον Λαέρτη είναι σπαραχτικό. Αχ! Ημουν τότε στην Ιταλία και κοιτούσα από το παράθυρο έξω και είδα έναν γέρο στα αμπέλια και είπα: Να ο Λαέρτης. Να ο πατέρας μου. Διάβασα τη σφαγή των μνηστήρων. Και σκέφτηκα ότι μπορώ να συμπτύξω το νόημα του αποσπάσματος αν συγκεντρωθώ στις παρομοιώσεις. Ενιωσα ότι ο Ομηρος μου έδωσε το δικαίωμα να γράψω για τον φυλετικό, αδελφοκτόνο πόλεμο στην Ιρλανδία. Σε ευχαριστώ, Ομηρε».

- Και η «Ιλιάδα»;




Ο Μάικλ Λόνγκλεϊ


«Είναι όπως με τη μουσική. Ερχεται ο Μπαχ και η μουσική αλλάζει ύστερα από αυτόν αλλά δεν βελτιώνεται. Η ποίηση άλλαξε μετά την "Ιλιάδα" αλλά δεν έγινε καλύτερη. Θα ξαναδιαβάσω τα ομηρικά έπη το καλοκαίρι. Βλέπετε, τα μεγάλα έργα τέχνης κρύβουν μέσα τους πολλά μικρότερα έργα τέχνης. Ετσι μπορείς να ανακαλύπτεις νέους θησαυρούς ξανά και ξανά και ξανά. Τα μεγάλα έργα τέχνης είναι αβαθή».

- Ως ποιητή από τη Βόρεια Ιρλανδία, ποια είναι η θέση σας απέναντι στην Ιρλανδία και στην Αγγλία;

«Δεν είμαι ενθουσιώδης εθνικιστής. Πιστεύω σε μια ενωμένη Ιρλανδία, αλλά δεν είμαι αγγλοφοβικός. Αγαπώ το αρχιπέλαγος και πιστεύω ότι πνευματικά είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά μέρη όπου μπορεί κανείς να ζήσει. Στη Βόρεια Ιρλανδία έχει επικρατήσει η σύνθετη συνύπαρξη της κελτικής, της αγγλικής και της σκωτσέζικης κουλτούρας. Ολες αυτές οι παραδόσεις συστρέφονται στην ίδια δίνη και συγκρούονται. Συγχρόνως όμως η μία εμπλουτίζει την άλλη. Στον βυθό του ποταμού κατοικούν ζοφερά πράγματα, βία και προκατάληψη και άγνοια και μίσος. Αλλά στην επιφάνεια χορεύει η φαντασία, η λογοτεχνία και ένας αριθμός ποιητών που είναι δυσανάλογα μεγάλος εν συγκρίσει προς το μέγεθος της χώρας».

- Ο Τζόις και ο Μπέκετ, ο Γουάιλντ και ο Σο έφυγαν από την Ιρλανδία θεωρώντας ότι είναι επαρχιώτικο μέρος. Εσείς πώς νιώθετε;

«Ο Κάβανα είχε πει ότι "η καλύτερη τέχνη είναι τοπική", όχι επαρχιώτικη. Επαρχιώτης είναι ο άνθρωπος στην Πάρο που κοιτάζει πίσω από τον ώμο του για να δει τι γίνεται στην Αθήνα. Τοπικιστής είναι ο άνθρωπος που γνωρίζει ότι όλες οι βασικές απαντήσεις βρίσκονται στην Πάρο. Ο Περικλής ήταν έτσι. Οταν έχεις καλλιεργήσει γερές ρίζες, μπορείς να κατακτήσεις τους ορίζοντες».

- Και όταν μπορείς να συλλάβεις τις λεπτές αποχρώσεις, την αλήθεια της λεπτομέρειας, την ουσία τους, τότε παράγεις κάτι οικουμενικό και πανανθρώπινο;

«Ακριβώς, οικουμενικό. Ενας από τους αγαπημένους μου ζωγράφους είναι ο Βερμέερ. Ενα κορίτσι ρίχνει γάλα σε μια κούπα και δίπλα της φαίνεται ένα καρβέλι ψωμί. Εκεί βρίσκονται τα πάντα. Ολες οι απαντήσεις βρίσκονται κατά έναν μυστήριο τρόπο σε αυτή την εικόνα».

- Ποια είναι η θέση των ποιητών στον σημερινό κόσμο;

«Στην εποχή των σελέμπριτι είναι υπέροχο να υπάρχει μια όαση ησυχίας και ενδοσκόπησης. Πότε βρέθηκε η ποίηση στο κέντρο της ζωής; Ωστόσο είναι διαχρονική. Αυτό είναι το θέμα. Ποιος ήταν πρωθυπουργός την εποχή του Κιτς; Ποιος ήταν υπουργός Οικονομικών την εποχή του Μπλέικ; Και όμως τότε κανείς δεν γνώριζε τον Κιτς και τον Μπλέικ. Η ποίηση χρειάζεται τον χρόνο, αυτό είναι όλο. Πάντα αισθανόμουν ότι μου χρειαζόταν η βασική αναγνώριση ώστε να πάψω να ανησυχώ για την απουσία της. Είμαστε βιολογικές οντότητες και αντιδρούμε σε ερεθίσματα: μια ποσότητα αναγνώρισης μας κάνει καλό, μια ποσότητα επαίνου μάς κάνει καλό, μια ποσότητα κριτικής μάς κάνει καλό. Αλλά τα μεγαλύτερο δώρο είναι να καταφέρεις να γράψεις ένα ποίημα. Υστερα υπάρχουν μικρότερα δώρα: να βρεις εκδότη, να σε διαβάσει ο κόσμος. Οταν γράφω κάτι καινούργιο και το δείχνω στη γυναίκα μου και το εγκρίνει: αυτό είναι που μετράει (σ.σ.: Η γυναίκα του είναι γνωστή λογοτεχνική κριτικός στην Ιρλανδία)».

- Η ποίηση προσπαθεί να εκφράσει το άρρητο;

«Ως έναν βαθμό. Το προσπαθεί μέσω αναφορών σε καθημερινά, συνηθισμένα πράγματα. Γνωρίζετε τον πίνακα του Βαν Γκογκ με τις παλιές μπότες; Αυτό είναι ποίηση: η μυστηριακή αύρα που περιβάλλει κάτι κοινό».


Από το Το ΒΗΜΑ, 11/05/2008 , Σελ.: S02

Δεν υπάρχουν σχόλια:

About